Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνίσταται από ένα ετερογενές φάσμα εκδηλώσεων, που αποτελεί συνδυασμό κλινικών ή / και βιοχημικών ευρημάτων υπερανδρογοναιμίας, ολιγομηνόρροιας, χρόνιας ανωοθυλακιορρηξίας και εμφάνιση χαρακτηριστικών ευρημάτων των ωοθηκών στην εξέταση τους υπερηχογραφικά.
Η συχνότερη εκδήλωση της ανωοθυλακιορρηξίας είναι οι διαταραχές εμμήνου ρύσης (αμηνόρροια). Οι διαταραχές στην ωοθυλακιορρηξία συντελούν στην υπερπλασία του ενδομητρίου (πιθανός προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση νεοπλασίας του ενδομητρίου) και τις δυσλειτουργικές αιμορραγίες της μήτρας.
Η υπερανδρογοναιμία του συνδρόμου χαρακτηρίζεται από υπερτρίχωση, ακμή, ανδροειδή αλωπεκία και σμηγματόρροια. Εμφανίζεται συνήθως στο άνω χείλος, στις παρειές και στην κοιλιακή χώρα.
Περίπου 50-90% των ασθενών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων.
Οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας συντελούν στην εμφάνιση υπογονιμότητας σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών. Παρόλα αυτά η υπογονιμότητα δεν εμφανίζεται σε όλες τις πάσχουσες από το σύνδρομο. Παράλληλα, παρατηρείται αυξημένη συχνότητα αποβολών στο πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Εκτός από τις διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας πιθανώς και άλλοι παράγοντες να συμβάλουν στην εμφάνιση υπογονιμότητας, όπως η παχυσαρκία. Η κεντρικού τύπου παχυσαρκία είναι συχνό εύρημα σε ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και προκαλεί ποικίλες μεταβολικές διαταραχές (αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσλιπιδαιμία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2). Στην εμφάνιση των διαταραχών αυτών ομοιοστασίας, σημαντικό ρόλο κατέχουν γενετικοί και διατροφικοί παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται πως το σύνδρομο εκτός από τις παραπάνω εκδηλώσεις, παρουσιάζει και άλλες όψιμες επιπλοκές όπως σύνδρομο υπνικής άπνοιας και καρδιαγγειακή νόσο.